ερειπώνω

ερειπώνω
και ερειπῶ, -όω (AM ἐρειπῶ και ἐριπῶ, -όω)
κάνω κάτι ερείπιο, κατακρημνίζω, καταστρέφω
μσν.
πέφτω σε καταστροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ερειπώ είναι νεώτερος μεταπλασμένος ενεστώτας τού ερείπω, ενώ ο τ. εριπώ, αν δεν οφείλεται στην πρώιμη σύμπτωση και σύγχυση τών ει και ι, σχηματίστηκε από τη μηδενισμένη βαθμίδα (εριπ-) τού θέματος (ερειπ-) με πιθ. επίδραση ενός παθ. αορ. *ερίπην (πρβλ. μτχ. εριπέντι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ερειπώνω — ερειπώνω, ερείπωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ερειπώνω — ερείπωσα, ερειπώθηκα, ερειπωμένος, κάνω κάτι ερείπιο, καταστρέφω, ρημάζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ερείπωση — η (Μ ἐρείπωσις) [ερειπώνω] 1. η λεηλάτηση, η ερήμωση, το ρήμαγμα, η καταστροφή κατοικημένου τόπου 2. το γκρέμισμα, η καταστροφή οικοδομήματος ή πόλης …   Dictionary of Greek

  • ερειπιώ — (AM ἐρειπιῶ όω) [ερείπιος] κάνω κάτι ερείπιο, ερειπώνω, καταστρέφω …   Dictionary of Greek

  • κατερείπω — (AM) μετατρέπω κάτι σε ερείπιο, γκρεμίζω, κατερειπώνω (α. «σεισμοὶ κατήρειψαν πολὺ τὰς κατοικίας», Στράβ. β. «Τροία κατερείπεται καπνῷ τρυφομένα δορίκτητος Ἀργεΐων», Ευ ρ.) αρχ. 1. μτφ. διαφθείρω («γάμου καὶ παιδοποιΐας..., ἃ καὶ σὲ κατερείπει… …   Dictionary of Greek

  • ρημάζω — Ν 1. (μτβ.) καταστρέφω, ερειπώνω, ερημώνω («ο πόλεμος ρήμαξε τη χώρα») 2. ταλαιπωρώ, εξαντλώ («μάς ρήμαξε στη δουλειά») 3. (αμτβ.) φθείρομαι, καταστρέφομαι («ρήμαξε από τα γηρατειά») 4. φρ. «τόν ρήμαξε στο ξύλο» τόν έδειρε ανελέητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < …   Dictionary of Greek

  • ερείπωση — η 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ερειπώνω. 2. η κατάσταση του ερείπιου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”